θεοπρόπος

θεοπρόπος
(5oς αι. π.Χ.). Χαλκουργός από την Αίγινα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κατασκεύασε έναν χάλκινο ταύρο για λογαριασμό των Κερκυραίων, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στο ιερό των Δελφών. To ιστορικό του ταύρου είναι το ακόλουθο: Κάποτε στην Κέρκυρα, ένας ταύρος ξέκοψε ξαφνικά από το κοπάδι και μουγκρίζοντας διαρκώς, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, πηγαινοερχόταν από τη βοσκή του προς τη θάλασσα. Η παράξενη αυτή συμπεριφορά του ζώου προκάλεσε την περιέργεια του βουκόλου, ο οποίος, όταν πλησίασε τη θάλασσα, διαπίστωσε ότι ήταν γεμάτη ψάρια. Αμέσως αποκάλυψε ό,τι είδε στους συμπατριώτες του. Οι Κερκυραίοι, αφού ζήτησαν τη συμβουλή του μαντείου των Δελφών, θυσίασαν τον ταύρο στον Ποσειδώνα και αλίευσαν τα ψάρια, που ήταν τόσα πολλά ώστε από το ένα δέκατο της ψαριάς μπόρεσαν να πληρώσουν τον κατασκευαστή του αφιερώματος. Σε ανασκαφές που έγιναν στους Δελφούς βρέθηκε ένα μέρος του βάθρου του αφιερώματος.
* * *
θεοπρόπος, -ον (Α)
1. αυτός που ρωτά τους θεούς και δίνει χρησμούς, ο προφητικός («θεοπρόπος οἰωνιστής», Ομ. Ιλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ό θεοπρόπος
α) μάντης, προφήτης
β) δημόσιος αγγελιαφόρος απεσταλμένος να ρωτήσει μαντείο
3. το ουδ. ως ουσ. τό θεοπρόπον
η θεοπροπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + πρέπω «φαίνομαι καθαρά». Η λ. δήλωνε αρχικά τον μάντη, αυτόν που καθιστά σαφή τη θεία θέληση, κατόπιν όμως η σημασία της εξειδικεύθηκε σε «απεσταλμένος πόλεως για χρησμό».
ΠΑΡ. θεοπροπία, θεοπρόπιον, θεοπροπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεοπρόπος — prophetic masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπρόπον — θεοπρόπος prophetic masc/fem acc sg θεοπρόπος prophetic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπρόπα — θεοπρόπος prophetic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπρόπε — θεοπρόπος prophetic masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπρόποι — θεοπρόπος prophetic masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοπρόποις — Θεόπροπος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπρόποις — θεοπρόπος prophetic masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοπρόποισι — Θεόπροπος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοπρόποισι — θεοπρόπος prophetic masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεοπρόπου — Θεόπροπος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”